- συμβαλανεύομαι
- Αλούζομαι σε δημόσιο λουτρό μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + βαλανεύω (< βαλανεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβαλανευόμενος — συμβαλανεύομαι bathe together with pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)